- ἡγεμόν'
- ἡγεμόνα , ἡγεμώνone who leadsmasc/fem acc sgἡγεμόνι , ἡγεμώνone who leadsmasc/fem dat sgἡγεμόνε , ἡγεμώνone who leadsmasc/fem nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἡγεμόν' — Ἡγεμόνᾱͅ , Ἡγεμόνη fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ancient Greek grammar — is morphologically complex and preserves several features of Proto Indo European morphology. Nouns, adjectives, pronouns, articles, numerals and especially verbs are all highly inflected. This article is an introduction to this morphological… … Wikipedia
Владыка — В Викисловаре есть статья «владыка» Владыка (от «владеть»; калька c греч … Википедия
Владыко — Сюда перенаправляется запрос Господин. На тему «Господин» нужна отдельная статья. Владыка (от «владеть»; калька c греч. ηγεμον (игемон), титула, принятого у православных греков): обращение к пресвитерам и архиереям в русском, сербском и… … Википедия
-ίδης — κατάλ. αρσ. πατρωνυμικών όν., η οποία σχηματίζεται από το πρόσφυμα ιδ και τη δηλωτική αρσ. ονομάτων κατάλ. ης (το ι τού ιδ προέρχεται πιθ. από θέματα ουσ. σε ι , ενώ το δ αποτελεί παρέκταση). Αρχικά η κατάλ. δήλωνε τον γιο (πρβλ. Αγαμεμνον ίδης… … Dictionary of Greek
ηγεμόνεια — ἡγεμόνεια, ἡ (Α) θηλ. τού Ηγεμονεύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού ηγεμον εύς (πρβλ. ιερ εύς, ιέρ εια)] … Dictionary of Greek
κοιρανίδης — κοιρανίδης, ὁ (Α) μέλος ηγεμονικού οίκου, άρχοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοίρανος + κατάλ. ίδης (πρβλ. δραπετ ίδης, ηγεμον ίδης)] … Dictionary of Greek
κραυγασίδης — κραυγασίδης, ὁ (Α) 1. φωνακλάς 2. ως κύριο όν. ὁ Κραυγασίδης κωμική ονομασία βατράχου στη Βατραχομυομαχία. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός < θ. κραυγασ (τού κραυγάζω) ή κραύγασος + επίθημα ίδης (πρβλ. ηγεμον ίδης, κηφην ίδης)] … Dictionary of Greek
κρεΐσκος — κρεΐσκος, ὁ (Α) κομμάτι κρέατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρέας + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. ηγεμον ίσκος, να ΐσκος)] … Dictionary of Greek
προσαγωγίδης — ὁ, Α κατάσκοπος ή καταδότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσαγωγός + επίθημα ίδης (πρβλ. ηγεμον ίδης)] … Dictionary of Greek